- θόλωση
- ηθόλωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θόλωση — η (Α θόλωσις) [θολώ] (κυρίως για νερό) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θολώνω, το θόλωμα, το βούρκωμα … Dictionary of Greek
θολώσῃ — θολώσηι , θόλωσις making turbid fem dat sg (epic) θολόω make turbid aor subj mid 2nd sg θολόω make turbid aor subj act 3rd sg θολόω make turbid fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούρκωμα — το [βουρκώνω] 1. η ρύπανση με βούρκο ή λάσπη 2. η θόλωση του νερού 3. η θόλωση του ουρανού 4. η θόλωση των ματιών … Dictionary of Greek
αλλαξοφεγγιά — η 1. αλλαγή στην αίσθηση τού φωτός ή τού χρώματος, θόλωση τής οράσεως από ασθένεια ή χτύπημα στο κεφάλι 2. κατάπληξη από ψυχικό κλονισμό ή απροσδόκητη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + φέγγος] … Dictionary of Greek
αναθαμπώνω — 1. προκαλώ θάμβος, θαμπώνω 2. προξενώ θόλωση τής οράσεως, θαμπώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θαμπώνω) … Dictionary of Greek
αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… … Dictionary of Greek
εγκεφαλίτιδα — Φλεγμονή του εγκεφάλου. Συνήθως οφείλεται σε παθογόνους παράγοντες που φτάνουν εκεί είτε με απευθείας μετάδοση από τις μήνιγγες είτε μεταφέρονται με το αίμα και τη λέμφο από άλλα όργανα. Ταξινομείται ανάλογα (α) με το αν είναι πρωτοπαθής (από… … Dictionary of Greek
εμουλσίνη — Μείγμα συγγενών ενζύμων που υδρολύουν τους β γλυκοζίτες (όπως για παράδειγμα την αμυγδαλίνη με παραγωγή υδροκυανίου). Είναι μαλακή, λευκή ή κίτρινη σκόνη, που προκαλεί θόλωση του νερού αν διαλυθεί σε αυτό και βρίσκεται στα σπέρματα διαφόρων φυτών … Dictionary of Greek
ζωσιά — η η ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζώση + κατάλ. ιά (πρβλ. άρνηση > αρνησιά, θόλωση > θολωσιά)] … Dictionary of Greek
θόλωμα — το (Μ θόλωμα) [θολώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θολώνω, η θόλωση, η θολούρα μσν. αλλοίωση τού χρώματος, θάμπωμα … Dictionary of Greek